"Οι γενικεύσεις κατεδαφίζουν τις κορφές,μας στερούν τους καταρράχτεςκι εγώ θέλω να παίζω με τις ροές,τις ροές σου Ηράκλειτε,και τα τρεχούμενα ποτάμια."ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΠΑΡΗΣ "Αναζητώντας τις ρίζες μας"
Ἄνοιξη μ.Χ.Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξηφόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰκαὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺπάλι μὲ τὴν ἄνοιξηπάλι τὸ καλοκαίριχαμογελοῦσε.Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούςστῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβεςπέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴπέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντεςποὺ συζητοῦσαν σιγανὰτί θά ῾τανε καλύτερονὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶνὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματακεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχανἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινεκαὶ λύγιζαν τὰ γόνατα.Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούςοἱ γέροντες ἀστόχησανκι ὅλα τὰ παραδώσανεἀγγόνια καὶ δισέγγονακαὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰκαὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινακαὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιόςτὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴκαὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσακαὶ φύγαν σὰν ἀγάλματακι ἄφησαν πίσω τους σιγὴποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμόςμήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρωνκι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰκι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρησημαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξηκαὶ κάθισε κι ἀπλώθηκεὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆςκαὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰμέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησεκαὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε.Μὰ ἐκείνη χαμογέλασεφορώντας χρώματα ἀνοιχτὰσὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰμέσα σε φλόγες κίτρινεςκαὶ περπατοῦσε ἀνάλαφραἀνοίγοντας παράθυραστὸν οὐρανὸ ποὺ χαίροντανχωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους.Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸτὴ μέση καὶ τὸ γόνατοπῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴνὰ πάει στὰ ἐπουράνιαὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτοςἀνέγγιχτος καὶ καθαρός,ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματατοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυταστὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντοἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸτὸν ἱδρωμένο τράχηλοτοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησεχτυπώντας ἀνωφέλευτα.Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰἔγινε λίμνη ἡ στέρησηἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.16 Μαρτ. ῾39Γ.ΣΕΦΕΡΗς
Δημοσίευση σχολίου
2 σχόλια:
"Οι γενικεύσεις κατεδαφίζουν τις κορφές,
μας στερούν τους καταρράχτες
κι εγώ θέλω να παίζω με τις ροές,
τις ροές σου Ηράκλειτε,
και τα τρεχούμενα ποτάμια."
ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΠΑΡΗΣ
"Αναζητώντας τις ρίζες μας"
Ἄνοιξη μ.Χ.
Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ
καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
πάλι τὸ καλοκαίρι
χαμογελοῦσε.
Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς
στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες
πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ
πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες
ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ
τί θά ῾τανε καλύτερο
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ
ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ
νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ
ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα
κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν
ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε
καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα.
Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς
οἱ γέροντες ἀστόχησαν
κι ὅλα τὰ παραδώσανε
ἀγγόνια καὶ δισέγγονα
καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ
καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα
καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός
τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ
καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα
καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα
κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ
ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ
ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός
μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων
κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ
κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση
μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη
καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε
ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς
καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε
καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε.
Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ
σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ
μέσα σε φλόγες κίτρινες
καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα
ἀνοίγοντας παράθυρα
στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν
χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους.
Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ
τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο
πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ
νὰ πάει στὰ ἐπουράνια
ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος
ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός,
ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα
τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα
στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο
ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ
τὸν ἱδρωμένο τράχηλο
τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε
χτυπώντας ἀνωφέλευτα.
Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ
ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.
16 Μαρτ. ῾39
Γ.ΣΕΦΕΡΗς
Δημοσίευση σχολίου